- κοιλιόδουλος, -η
- -ο ο δούλος της κοιλιάς του, λαίμαργος: Δεν πρέπει ο άνθρωπος να είναι κοιλιόδουλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοιλιόδουλος — ο, θηλ. κοιλιόδουλη (AM κοιλιόδουλος, ό) δούλος τής κοιλιάς, τού στομαχιού, λαίμαργος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δούλος (πρβλ. γαστρί δουλος, μισθό δουλος)] … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
βοιώτιος — βοιώτιος, α, ον (Α) 1. ο βοιωτικός 2. ο βλάκας 3. φρ. α) «βοιώτιον μέλος» άτεχνη μελωδία 6) «βοιώτιον ὗς» γουρούνι της Βοιωτίας, λαίμαργος, κοιλιόδουλος δ) «βοιώτιος νόμος» είδος κιθαρωδικής μελωδίας … Dictionary of Greek
γαστρίδουλος — η, ο (AM γαστρίδουλος, ον) κοιλιόδουλος, λαίμαργος … Dictionary of Greek
ερευγόβιος — ἐρευγόβιος, ον (Α) αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος] … Dictionary of Greek
ζαφάγος — ζαφάγος, ον (Α) γαστρίμαργος, κοιλιόδουλος, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φαγος (< φαγείν απρμφ. αορ. β τού εσθίω), πρβλ. παμφάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
κατάγαστρος — κατάγαστρος, ον (Α) 1. ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγαστρον επίδεσμος τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος, σύρ γαστρος] … Dictionary of Greek
κοιλιοδαίμων — κοιλιοδαίμων, ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α) (ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο δαίμων, νεκυ δαίμων)] … Dictionary of Greek
κοιλιολάτρης — κοιλιολάτρης, ὁ (Α) κοιλιόδουλος, λαίμαργος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + λάτρης (< λάτρης), πρβλ. ηλιο λάτρης, φυσιο λάτρης] … Dictionary of Greek
λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… … Dictionary of Greek